- μπιραρία
- η1) пивная; 2) кафешантан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπιραρία — η ζυθοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. biraria] … Dictionary of Greek
μπιραρία — η (λ. βενετ.), μαγαζί που προσφέρει μπίρα, το ζυθοπωλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυθοπωλείο — το πρατήριο ζύθου, κατάστημα, κέντρο όπου προσφέρεται ζύθος, μπιραρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. ζυθοπωλείον μαρτυρείται από το 1837 στον Βασίλ. Κιατίπη] … Dictionary of Greek
μπιραριέρης — ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γκαραζ ιέρης)] … Dictionary of Greek
ζυθοπωλείο — το μπιραρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)